Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰς ὀφρῦς συνάγειν

См. также в других словарях:

  • συνδιανεύω — Α 1. (κυρίως για πολεμικές μηχανές) περιστρέφω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. κάνω νεύματα ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰς ὀφρῡς συνάγειν καὶ συνδιανεύειν τῷ προσώπῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διανεύω «κάνω νεύματα, γνέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»